
..
Κάποτε με ρώτησε ένας φίλος απολογητής με τον οποίο διατηρούσα αλληλογραφία, τι ακριβώς ήταν αυτό που πίστευα: Ήμουν αγνωστικιστής ή απλώς άθεος; Η απάντησή μου, λοιπόν, ήταν η εξής:
..
«Την προηγούμενη φορά με ρώτησες για τις γενικότερες πεποιθήσεις μου περί Θεού. - Καλή ερώτηση! Μακάρι να ’ξερα κι εγώ τι ακριβώς πιστεύω!! Εντάξει, ίσως υπερβάλλω τώρα λιγάκι, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι το ερώτημα αυτό, παρ’ όλο που κι εγώ ο ίδιος το έχω θέσει άπειρες φορές στον εαυτό μου, εξακολουθεί να παραμένει στα ενδότατα τής συνείδησής μου χωρίς σαφή και τελεσίδικη απάντηση. Υποθέτω ότι θα μπορούσα να συγκαταλεχθώ στους αγνωστικιστές. Ή ακόμα και στους “άθεους” τής αρχαιότητας. Γενικά όμως δεν μ’ αρέσουν οι ταμπέλες γιατί περιορίζουν. Σου απαγορεύουν και την παραμικρή παρέκκλιση από το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο θεωρείσαι (εντε)ταγμένος, αλλιώς τίθεσαι αυτομάτως εκτός. Και τότε δεν λέγεσαι πια “έτσι”, αλλά “αλλιώς”. Κι αυτό, αν το καλοσκεφτείς, μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον! Κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε άλλωστε η (σχιζοφρενική) πολυσχιδής πραγματικότητα όλων αυτών των αιρέσεων και παντοειδών -ισμών που ταλάνισαν και ταλανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη; Γι’ αυτό κι εγώ, λοιπόν, συνήθως αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι να αυτοπροσδιορίζομαι. Δεν έχει κανένα νόημα. Και μάλιστα, εκνευρίζομαι αφάνταστα όταν σε μια συζήτηση ο άλλος σε (προ)καλεί επίμονα να δηλώσεις “τι είσαι”. Τι σε νοιάζει, ρε φίλε, “τι είμαι”; Για να είσαι προετοιμασμένος για αυτά που (εσύ θεωρείς δεδομένο ότι) θ’ ακούσεις και έτσι να με αντιμετωπίσεις καλύτερα; Για να με αιφνιδιάσεις; Να με μπερδέψεις; Να με οδηγήσεις τεχνηέντως σε αντιφατικές τοποθετήσεις; Έ, όχι λοιπόν, κύριε! Δεν θα σου πω “τι είμαι”! Αν είμαι. Ας το αποφασίσεις εσύ ερήμην εμού αφού είναι τόοσο σημαντικό για σένα! Αυτά, αγαπητέ φίλε -ελπίζω να το αντιλαμβάνεσαι-, σε καμία περίπτωση δεν τα λέω για σένα. Άλλο να ρωτάς κάποιον με τον οποίο έχεις μια (διαδικτυακή μεν, αλλά πολύ) φιλική και ανθρώπινη επικοινωνία, και άλλο να κάνεις το ίδιο με άγνωστα άτομα που απλώς έτυχε να βρεθούν στην ίδια συζήτηση με σένα. Αυτό το βλέπω συχνά στα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ και με εξοργίζει αφάνταστα! Ακόμα κι αν έχεις έναν παράφρονα απέναντι σου ή και τον ίδιο τον Διάβολο ακόμα, περιορίσου στην αξιολόγηση των συγκεκριμένων επιχειρημάτων που προβάλλονται και όχι να καταφεύγεις σε “μπακαλίστικες” τακτικές και ισοπεδωτικής λογικής επιθέσεις ad hominem!
..
Επιχειρώντας πάντως μιαν αδρομερή προσέγγιση τού θέματος που έθιξες, μπορώ να πω ότι, όχι, δεν αποκλείω a priori την ύπαρξη μιας ανωτέρας, γενεσιουργού δύναμης που ταυτίζεται με την περίφημη “πρώτη αιτία”, τής έννοιας αυτής δηλαδή που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό. Αυτό όμως, για το οποίο είμαι απόλυτα πεπεισμένος -έστω κι αν τελικά κάνω λάθος-, είναι το ότι η άρρητη αυτή Αρχή δεν είναι ο Θεός της Βίβλου. Ούτε βέβαια κάποιος άλλος που γνωρίζουμε. Άρα υπάρχει ο Θεός και δεν επικοινωνεί μαζί μας;;!! Μα για ποιόν λόγο; Πράγματι, συμφωνώ πως με δεδομένο ότι κάποιος πιστεύει, θα πρέπει μάλλον να θεωρείται αδιανόητο να υπάρχει ο Θεός, αλλά να έχει πάψει πλέον να επικοινωνεί με τους ανθρώπους! Από την άλλη όμως αδυνατώ και να δεχθώ ότι η εξωσυμπαντική αυτή υπέρτατη Δύναμη, το “πρώτο κινούν” -ο Θεός-, είχε κάποιον εκλεκτό λαό στον οποίο και επέλεξε να αποκαλυφθεί. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον Αδάμ. Θα μου πεις, βέβαια, ότι ο Χριστός αναγκαστικά από έναν και μόνο λαό θα έπρεπε να γεννηθεί, και πράγματι έτσι είναι, δεν διαφωνώ. Γιατί όμως η γνώση τού Θεού έπρεπε να συνδεθεί με ένα γεγονός (ενανθρώπιση) όχημα τού οποίου δεν μπορούσε παρά να είναι ένας και μόνο -οποιοσδήποτε!- λαός; Αυτή ακριβώς η ιδέα είναι που μ’ ενοχλεί! Η αποκάλυψη τού Θεού στους ανθρώπους θα περίμενα -και θα ήθελα- να γινόταν με κάποιον τρόπο που δεν θα έθετε άμεσα ή έμμεσα κάποιον συγκεκριμένο λαό στο επίκεντρο.
..
Έτσι λοιπόν, για τους λόγους αυτούς αλλά και για πολλούς άλλους ακόμα, ενώ δεν μπορώ ν’ αποκλείσω την ύπαρξη μιας “πρώτης αιτίας” που βρίσκεται πέραν των ορίων τού άμεσα αντιληπτού, πιστεύω ότι η δύναμη αυτή, ακόμα κι αν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να στριμώχνεται σε δογματικά καταστατικά και ανθρώπινες παραδόσεις, και βέβαια ούτε χρειάζεται “ειδικούς” μεσολαβητές για να έρθει σε επαφή μαζί μας - όσο χαρισματικοί κι αν είναι αυτοί! Όσο για τη μορφή που θα μπορούσε να έχει η επαφή αυτή με το θείο, μόνο να πιθανολογήσω μπορώ. Μια -να την πω γενική ιδέα, να την πω “θεωρία”, αν θέλεις και ανοησία (!)- που συχνά στριφογυρίζει στο μυαλό μου χωρίς να με ξενίζει ιδιαίτερα, είναι ότι ακριβώς αυτές οι αέναες προσπάθειες των ανθρώπων να γνωρίσουν την Υπέρτατη Αρχή από την οποία προήλθαν τα πάντα, ακριβώς αυτή μπορεί να είναι και η επαφή που αναζητάμε!! Ποιος ξέρει, ίσως η μία και μοναδική θέσφατη αλήθεια στην οποία μας οδηγεί ο Θεός, να μην είναι το άλφα ή το βήτα δογματικό στοιχείο για την ορθότητα και μοναδικότητα τού οποίου είμαστε απολύτως πεπεισμένοι, αλλά απλούστατα η ίδια η ύπαρξη Τουֹ το ότι Τον νοιώθουμε τριγύρω μας και τείνουμε προς Αυτόν. Όλοι οι δρόμοι δηλαδή οδηγούν στη Ρώμη, κι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει την επιλογή του. Κι αν όντως έτσι -ή περίπου έτσι- έχουν τα πράγματα, τότε μάλλον έχουν δίκιο οι Ριλιτζιονιστές (θρησκευόμενοι) Νευροθεολόγοι που εξηγούν τις πειραματικά τεκμηριωμένες αυξομειώσεις τής δραστηριότητας σε συγκεκριμένες περιοχές τού εγκεφάλου κατά τη διάρκεια τής βίωσης μεταφυσικών εμπειριών με τη θεωρία ότι ακριβώς το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως ο εγκέφαλος μας κατασκευάστηκε κατά τέτοιον τρόπο που να είναι δεκτικός θρησκευτικών ή γενικά μεταφυσικών εμπειριών. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι όπως η αντίπαλη μεριά (Ριντουκσιονιστές Νευροθεολόγοι) εύλογα επισημαίνει, αν όντως ίσχυε αυτό, δεν θα ήταν δυνατή και η αντιστροφή τού πειράματος! Δεν θα ήταν δυνατή, δηλαδή, η αναπαραγωγή παρόμοιων μεταφυσικών εμπειριών σε πειραματικές συνθήκες με την απλή διέγερση και μόνο των αντίστοιχων εγκεφαλικών κέντρων! Κι όμως ακριβώς αυτό συμβαίνει! “Το 80% των ανθρώπων (που συμμετείχαν στο πείραμα) δήλωσαν ότι βίωσαν μια μυστικιστική εμπειρία, την αίσθηση ότι μία Θεία ύπαρξη ή Οντότητα βρισκόταν πίσω τους ή κοντά τους! Μερικοί έκλαψαν, μερικοί είπαν πως ένοιωσαν την αίσθηση τού αγγίγματος τού Θεού. Κάποιοι άλλοι φοβήθηκαν καθώς ένοιωσαν ότι οι οντότητες αυτές ήταν δαίμονες ή κακά πνεύματα.” (1)
Έτσι λοιπόν, για να συνοψίσω: εν οίδα ότι ουδέν οίδα! Ή τουλάχιστον σχεδόν!»
Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ
(1) Περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τεύχος 143 (Ιούλιος 2006), σ. 41
..
«Την προηγούμενη φορά με ρώτησες για τις γενικότερες πεποιθήσεις μου περί Θεού. - Καλή ερώτηση! Μακάρι να ’ξερα κι εγώ τι ακριβώς πιστεύω!! Εντάξει, ίσως υπερβάλλω τώρα λιγάκι, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι το ερώτημα αυτό, παρ’ όλο που κι εγώ ο ίδιος το έχω θέσει άπειρες φορές στον εαυτό μου, εξακολουθεί να παραμένει στα ενδότατα τής συνείδησής μου χωρίς σαφή και τελεσίδικη απάντηση. Υποθέτω ότι θα μπορούσα να συγκαταλεχθώ στους αγνωστικιστές. Ή ακόμα και στους “άθεους” τής αρχαιότητας. Γενικά όμως δεν μ’ αρέσουν οι ταμπέλες γιατί περιορίζουν. Σου απαγορεύουν και την παραμικρή παρέκκλιση από το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο θεωρείσαι (εντε)ταγμένος, αλλιώς τίθεσαι αυτομάτως εκτός. Και τότε δεν λέγεσαι πια “έτσι”, αλλά “αλλιώς”. Κι αυτό, αν το καλοσκεφτείς, μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον! Κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε άλλωστε η (σχιζοφρενική) πολυσχιδής πραγματικότητα όλων αυτών των αιρέσεων και παντοειδών -ισμών που ταλάνισαν και ταλανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη; Γι’ αυτό κι εγώ, λοιπόν, συνήθως αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι να αυτοπροσδιορίζομαι. Δεν έχει κανένα νόημα. Και μάλιστα, εκνευρίζομαι αφάνταστα όταν σε μια συζήτηση ο άλλος σε (προ)καλεί επίμονα να δηλώσεις “τι είσαι”. Τι σε νοιάζει, ρε φίλε, “τι είμαι”; Για να είσαι προετοιμασμένος για αυτά που (εσύ θεωρείς δεδομένο ότι) θ’ ακούσεις και έτσι να με αντιμετωπίσεις καλύτερα; Για να με αιφνιδιάσεις; Να με μπερδέψεις; Να με οδηγήσεις τεχνηέντως σε αντιφατικές τοποθετήσεις; Έ, όχι λοιπόν, κύριε! Δεν θα σου πω “τι είμαι”! Αν είμαι. Ας το αποφασίσεις εσύ ερήμην εμού αφού είναι τόοσο σημαντικό για σένα! Αυτά, αγαπητέ φίλε -ελπίζω να το αντιλαμβάνεσαι-, σε καμία περίπτωση δεν τα λέω για σένα. Άλλο να ρωτάς κάποιον με τον οποίο έχεις μια (διαδικτυακή μεν, αλλά πολύ) φιλική και ανθρώπινη επικοινωνία, και άλλο να κάνεις το ίδιο με άγνωστα άτομα που απλώς έτυχε να βρεθούν στην ίδια συζήτηση με σένα. Αυτό το βλέπω συχνά στα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ και με εξοργίζει αφάνταστα! Ακόμα κι αν έχεις έναν παράφρονα απέναντι σου ή και τον ίδιο τον Διάβολο ακόμα, περιορίσου στην αξιολόγηση των συγκεκριμένων επιχειρημάτων που προβάλλονται και όχι να καταφεύγεις σε “μπακαλίστικες” τακτικές και ισοπεδωτικής λογικής επιθέσεις ad hominem!
..
Επιχειρώντας πάντως μιαν αδρομερή προσέγγιση τού θέματος που έθιξες, μπορώ να πω ότι, όχι, δεν αποκλείω a priori την ύπαρξη μιας ανωτέρας, γενεσιουργού δύναμης που ταυτίζεται με την περίφημη “πρώτη αιτία”, τής έννοιας αυτής δηλαδή που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό. Αυτό όμως, για το οποίο είμαι απόλυτα πεπεισμένος -έστω κι αν τελικά κάνω λάθος-, είναι το ότι η άρρητη αυτή Αρχή δεν είναι ο Θεός της Βίβλου. Ούτε βέβαια κάποιος άλλος που γνωρίζουμε. Άρα υπάρχει ο Θεός και δεν επικοινωνεί μαζί μας;;!! Μα για ποιόν λόγο; Πράγματι, συμφωνώ πως με δεδομένο ότι κάποιος πιστεύει, θα πρέπει μάλλον να θεωρείται αδιανόητο να υπάρχει ο Θεός, αλλά να έχει πάψει πλέον να επικοινωνεί με τους ανθρώπους! Από την άλλη όμως αδυνατώ και να δεχθώ ότι η εξωσυμπαντική αυτή υπέρτατη Δύναμη, το “πρώτο κινούν” -ο Θεός-, είχε κάποιον εκλεκτό λαό στον οποίο και επέλεξε να αποκαλυφθεί. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον Αδάμ. Θα μου πεις, βέβαια, ότι ο Χριστός αναγκαστικά από έναν και μόνο λαό θα έπρεπε να γεννηθεί, και πράγματι έτσι είναι, δεν διαφωνώ. Γιατί όμως η γνώση τού Θεού έπρεπε να συνδεθεί με ένα γεγονός (ενανθρώπιση) όχημα τού οποίου δεν μπορούσε παρά να είναι ένας και μόνο -οποιοσδήποτε!- λαός; Αυτή ακριβώς η ιδέα είναι που μ’ ενοχλεί! Η αποκάλυψη τού Θεού στους ανθρώπους θα περίμενα -και θα ήθελα- να γινόταν με κάποιον τρόπο που δεν θα έθετε άμεσα ή έμμεσα κάποιον συγκεκριμένο λαό στο επίκεντρο.
..
Έτσι λοιπόν, για τους λόγους αυτούς αλλά και για πολλούς άλλους ακόμα, ενώ δεν μπορώ ν’ αποκλείσω την ύπαρξη μιας “πρώτης αιτίας” που βρίσκεται πέραν των ορίων τού άμεσα αντιληπτού, πιστεύω ότι η δύναμη αυτή, ακόμα κι αν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να στριμώχνεται σε δογματικά καταστατικά και ανθρώπινες παραδόσεις, και βέβαια ούτε χρειάζεται “ειδικούς” μεσολαβητές για να έρθει σε επαφή μαζί μας - όσο χαρισματικοί κι αν είναι αυτοί! Όσο για τη μορφή που θα μπορούσε να έχει η επαφή αυτή με το θείο, μόνο να πιθανολογήσω μπορώ. Μια -να την πω γενική ιδέα, να την πω “θεωρία”, αν θέλεις και ανοησία (!)- που συχνά στριφογυρίζει στο μυαλό μου χωρίς να με ξενίζει ιδιαίτερα, είναι ότι ακριβώς αυτές οι αέναες προσπάθειες των ανθρώπων να γνωρίσουν την Υπέρτατη Αρχή από την οποία προήλθαν τα πάντα, ακριβώς αυτή μπορεί να είναι και η επαφή που αναζητάμε!! Ποιος ξέρει, ίσως η μία και μοναδική θέσφατη αλήθεια στην οποία μας οδηγεί ο Θεός, να μην είναι το άλφα ή το βήτα δογματικό στοιχείο για την ορθότητα και μοναδικότητα τού οποίου είμαστε απολύτως πεπεισμένοι, αλλά απλούστατα η ίδια η ύπαρξη Τουֹ το ότι Τον νοιώθουμε τριγύρω μας και τείνουμε προς Αυτόν. Όλοι οι δρόμοι δηλαδή οδηγούν στη Ρώμη, κι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει την επιλογή του. Κι αν όντως έτσι -ή περίπου έτσι- έχουν τα πράγματα, τότε μάλλον έχουν δίκιο οι Ριλιτζιονιστές (θρησκευόμενοι) Νευροθεολόγοι που εξηγούν τις πειραματικά τεκμηριωμένες αυξομειώσεις τής δραστηριότητας σε συγκεκριμένες περιοχές τού εγκεφάλου κατά τη διάρκεια τής βίωσης μεταφυσικών εμπειριών με τη θεωρία ότι ακριβώς το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως ο εγκέφαλος μας κατασκευάστηκε κατά τέτοιον τρόπο που να είναι δεκτικός θρησκευτικών ή γενικά μεταφυσικών εμπειριών. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι όπως η αντίπαλη μεριά (Ριντουκσιονιστές Νευροθεολόγοι) εύλογα επισημαίνει, αν όντως ίσχυε αυτό, δεν θα ήταν δυνατή και η αντιστροφή τού πειράματος! Δεν θα ήταν δυνατή, δηλαδή, η αναπαραγωγή παρόμοιων μεταφυσικών εμπειριών σε πειραματικές συνθήκες με την απλή διέγερση και μόνο των αντίστοιχων εγκεφαλικών κέντρων! Κι όμως ακριβώς αυτό συμβαίνει! “Το 80% των ανθρώπων (που συμμετείχαν στο πείραμα) δήλωσαν ότι βίωσαν μια μυστικιστική εμπειρία, την αίσθηση ότι μία Θεία ύπαρξη ή Οντότητα βρισκόταν πίσω τους ή κοντά τους! Μερικοί έκλαψαν, μερικοί είπαν πως ένοιωσαν την αίσθηση τού αγγίγματος τού Θεού. Κάποιοι άλλοι φοβήθηκαν καθώς ένοιωσαν ότι οι οντότητες αυτές ήταν δαίμονες ή κακά πνεύματα.” (1)
Έτσι λοιπόν, για να συνοψίσω: εν οίδα ότι ουδέν οίδα! Ή τουλάχιστον σχεδόν!»
Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ
(1) Περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τεύχος 143 (Ιούλιος 2006), σ. 41
..
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου